- εικοσαριά
- η двадцать, два десятка;
μιά εικοσαριά, καμμιά εικοσαριά — около двадцати, около двух десятков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μιά εικοσαριά, καμμιά εικοσαριά — около двадцати, около двух десятков
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εικοσαριά — φρ. «καμιά εικοσαριά» περίπου είκοσι … Dictionary of Greek
εικοσαριά — η εικοσάδα (συνήθως με το μια ή καμιά): Είμαστε καμιά εικοσαριά (περίπου είκοσι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
ντράκαρ — (drakkar). Ονομασία μεγάλων κωπηλάτων ή ιστιοφόρων σκαφών, που χρησιμοποιούσαν οι Βίκινγκς μεταξύ του 8ου και του 10ου αι. μ.Χ. Η λέξη ν. είναι σουηδικής προέλευσης. Μερικά σκάφη του τύπου αυτού, που βρέθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση στη… … Dictionary of Greek